- εκβαρβαρώνω
- [-ώ (ο)] μετ. варваризм решать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκβαρβαρώνω — (AM ἐκβαρβαρῶ, όω) κάνω κάποιον βάρβαρο, τόν οδηγώ σε κατάσταση βαρβαρότητας και θηριωδίας … Dictionary of Greek
εκβαρβαρώνω — εκβαρβάρωσα, εκβαρβαρώθηκα, εκβαρβαρωμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον τελείως βάρβαρο, τον αποκτηνώνω. 2. παθ., εκβαρβαρώνομαι γίνομαι εντελώς βάρβαρος, αποθηριώνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)